- ημισεληνοειδής
- ης, ες серповидный, имеющий форму полумесяца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημισεληνοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, μηνοειδής. επίρρ... ημισεληνοειδώς με σχήμα ημισεληνοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημισέληνος + ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αθανάσιο Σ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek